πάμπιστος

πάμπιστος
πάμπιστος, -ον (ΑΜ)
1. απολύτως πιστός, τελείως αφοσιωμένος
μσν.
το ουδ. ως ουσ. τὸ πάμπιστον
πλήρης απόδειξη («οὐκ εἴληφας τὸ πάμπιστον ἡμῶν τῆς εὐτολμίας», Διγ. Ακρ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < παν-* + πιστός].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • παν- — και παμ και παγ (ΑΜ παν και παμ και παγ ) α συνθετικό ονομάτων και ρημάτων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής που ανάγεται στο ουδέτερο παν (με ᾰ βραχύ) τού επιθ. πᾱς*. Το ν του α συνθετικού διατηρείται όταν το β συνθετικό αρχίζει από φωνήεν ή… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”